- πηλοστρόφιον
- πηλο-στρόφιον, τό,A machine for kneading mortar, Stud.Pal..20.67.20 (ii/iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηλοστρόφιον — τὸ, Α μηχάνημα για τη ζύμωση οικοδομικού πηλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + στρόφιον (< στρόφος < στρέφω)] … Dictionary of Greek